- σείσων
- -ωνος, ὁ, Απήλινο αγγείο στο οποίο κουνούσαν τα κουκιά καθώς τα έψηναν, καβουρντιστήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω + επίθημα -ων (πρβλ. καίω: καύσων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σείσων — earthen vessel masc nom/voc sg σείω shake fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεῖσον — σείσων earthen vessel masc voc sg σείω shake aor imperat act 2nd sg σείω shake fut part act masc voc sg σείω shake fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
σειεύς — έως, ὁ, Α (δ. γρφ.) σείσων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σείω + επίθημα εύς] … Dictionary of Greek